καταφρύττω

καταφρύττω
καταφρύττω (Α)
βλ. καταφρύγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφρύγω — AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω μέσ. καταφρύγομαι ξηραίνομαι τελείως μσν. μέσ. καταφρύγομαι (για νερό) στερεύω αρχ. 1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω 2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρύγω «ψήνω, καίω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”